νεμεσήμων

νεμεσήμων
νεμεσήμων, -ον (Α)
1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος
2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ) + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελε-ήμων, νο-ήμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”